- κυκλεύω
- κυκλεύω (AM) [κύκλος]1. περιστρέφω κυκλικά («περὶ τὸν περινεὸν κυκλεύειν τὸ ὀθόνιον», Ιπποκρ.)2. περικλείω κάτι με κύκλο («κυκλεύειν ἅπαν τὸ στράτευμα», Ονήσ.)3. περιέρχομαι κυκλικά («τὴν γῆν περιιὼν καὶ κυκλευὼν ὁ ἥλιος», Κλεομήδ.)4. διανύω («ὅσον δὴ μιᾱς ἡμέρας περίοδον κυκλεύσαντι», Στράβ.)5. αρδεύω με υδροστρόβιλοαρχ.1. χειρίζομαι υδροστρόβιλο2. (μτφ. συμπεριλαμβάνω.
Dictionary of Greek. 2013.